Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τὰ βάθρα

  • 1 Brink

    subs.
    Edge: P. χεῖλος, τό.
    met., of danger, etc.: P. and V. ἀκμή, ἡ.
    Bethink you that you are on the brink of doom: V. φρόνει βεβὼς... ἐπὶ ξυροῦ τύχης (Soph., Ant. 996).
    I have come to sorer trials than Ilium, yea, to the very brink of danger: V. κρείσσονας γὰρ Ἰλιου πόνους ἀφῖγμαι κἀπὶ κινδύνου βάθρα (Eur., Cycl. 351).
    Yea, to the very brink of danger: V. ἀκμήν γʼ ἐπʼ αὐτήν (Eur., Phoen. 1081).
    Be on the brink of, v.: P. and V. μέλλειν (infin.), V. ἐπʼ ἀκμῆς εἶναι (infin.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Brink

  • 2 Even

    adj.
    Equal: P. and V. σος.
    Level: P. ὁμαλός, ἐπίπεδος, V. λευρός.
    Straight: P. and V. ὀρθός.
    Evenly contested ( of a battle): P. and V. σόρροπος, P. ἀγχώμαλος.
    Even ( number): P. ἄρτιος.
    Smooth: P. and V. λεῖος.
    Cyclopean walls, made even by plumb-line and chisel: V. τὰ Κυκλώπων βάθρα... κανόνι καὶ τύκοις ἡρμοσμένα (Eur., H.F. 944).
    ——————
    adv.
    P. and V. καί.
    Even as: P. and V. ὥσπερ, ὡς.
    Not even: P. and V. οὐδέ, μηδέ.
    Even so, yes: P. and V. ναί, ναιχ; see Yes.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Even

  • 3 Wall

    subs.
    P. and V. τεῖχος, τό.
    Wall of a house: P. and V. τοῖχος, ὁ, Ar. and P. τειχίον, τό.
    Cyclopean walls: V. Κυκλώπων βάθρα, τά (Eur., H. F. 944), Κυκλώπια, τά (Eur., H. F. 998; cp. also H. F. 15).
    Cross wall: P. παρατείχισμα, τό, ὑποτείχισμα, τό.
    Build a cross wall: P. ἐγκάρσιον τεῖχος ἄγειν (Thuc. 6, 99).
    Go to the wall, v. met.: P. ἐλασσοῦσθαι.
    ——————
    v. trans.
    Ar. and P. τειχίζειν.
    Wall in: Ar. and P. διατειχίζειν, περιτειχίζειν.
    Wall off: Ar. and P. ποτειχίζειν, P. διοικοδομεῖν.
    Some were even walled up in the temple of Dionysus and left to die: P. οἱ δέ τινες καὶ περιοικοδομηθέντες ἐν τοῦ Διονύσου τῷ ἱερῷ ἀπέθανον (Thuc. 3, 81).
    Wall round: Ar. and P. περιτειχίζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wall

См. также в других словарях:

  • βάθρα — βάθρᾱ , βάθρα fem nom/voc/acc dual βάθρᾱ , βάθρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) βάθρον that on which anything steps neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθρας — βάθρᾱς , βάθρα fem acc pl βάθρᾱς , βάθρα fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθραι — βάθρα fem nom/voc pl βάθρᾱͅ , βάθρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάθραν — βάθρᾱν , βάθρα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • βάθρο — Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η… …   Dictionary of Greek

  • θυραβάθρα — θυραβάθρα, ἡ (Α) σκάλα καθόδου στο εσωτερικό τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. + βάθρα (< βά θρον < βαίνω), πρβλ. ανα βάθρα, απο βάθρα] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»